- πολυσχιδία
- και ιων. τ. πολυσχιδίη, ἡ, Α [πολυσχιδής]1. η πολλαπλή ή η ποικιλότροπη διαίρεση («τὰς μέντοι πολυτροπίας τὰς ἐν ἐκάστῃ τῶν νούσων καὶ τὴν πολυσχιδίην οὐκ ἠγνόεον ἔνιοι», Ιπποκρ.)2. η ποικιλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσχιδίας — πολυσχιδίᾱς , πολυσχιδία a splitting into many parts fem acc pl πολυσχιδίᾱς , πολυσχιδία a splitting into many parts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσχιδίαν — πολυσχιδίᾱν , πολυσχιδία a splitting into many parts fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσχιδίην — πολυσχιδία a splitting into many parts fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)